στούκας

στούκας
το άκλ. разг штурмовик; пикировщик

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "στούκας" в других словарях:

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

  • στούκα — Όνομα που δόθηκε στο γερμανικό βομβαρδιστικό αεροπλάνο Γιούνκερς JU 87 κατά τη διάρκεια του B’ Παγκόσμιου πόλεμου. Σχεδιάστηκε στα τέλη του 1935 και πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1937 κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφύλιου πόλεμου. Ήταν εφοδιασμένο με …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»